- λιθοδόμος
- (Lithodomus). Γένος διθύρων μαλακίων της οικογένειας των μυτιλιδών. Είναι γνωστό και με την ονομασία Lithophagus, καθώς και με την κοινή ονομασία χουρμάς της θάλασσας. Το σώμα του έχει μήκος 4-8 εκ. και περικλείεται σε δύο όμοια οστρακώδη επικαλύμματα που έχουν ημικυλινδρικό σχήμα, στρογγυλεμένα άκρα και χρώμα και σχήμα χουρμά. Από τα όστρακα αυτά βγαίνει ένα πόδι εφοδιασμένο με κερατοειδή νήματα, για να προσκολλώνται οι λ. στους βράχους κατά τη νεανική ηλικία. Το πόδι αυτό είναι κοντό και έχει μορφή πελέκεως. Με αυτό, το μαλάκιο σκάβει τα ασβεστολιθικά πετρώματα ανεξαρτήτως σκληρότητας, πρώτα κολλώντας το και ύστερα τραβώντας το. Το συνεχές αυτό φάγωμα των πετρωμάτων, που μεταξύ άλλων διευκολύνει τις έρευνες των γεωλόγων επί των βραδυσεισμών, οφείλεται κυρίως στην περιστροφική κίνηση του οστράκου και στην έκκριση διαβρωτικών οξέων από ειδικούς αδένες. Οι λ. φωσφορίζουν και ζουν κατά μήκος των εύκρατων και θερμών θαλασσών. Αλιεύονται ως εδώδιμοι, γιατί είναι πολύ νόστιμοι.
Λιθοδόμοι στο φυσικό τους περιβάλλον.
* * *ο (Α λιθοδόμος)αυτός που κτίζει με λίθουςνεοελλ.ζωολ. το μαλάκιο λιθοφάγος.[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)-* + -δόμος (< δέμω), πρβλ. οικο-δόμος, πυργο-δόμος].
Dictionary of Greek. 2013.